- προσενέχομαι
- V 0-0-0-0-1=1 2 Mc 5,18to be held by, to be in the grip of, to be involved in [τινι]; neol.
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
προσενέχομαι — ΜΑ [ἐνέχομαι] ενέχομαι σε κάτι επιπροσθέτως (α. «προσενέχεσθαι πολλοῑς ἁμαρτήμασι», ΠΔ β. «οὔτε κατὰ κακίαν ὑμῑν ὅλως προσενέξομαι», Ευστ.) … Dictionary of Greek